- κεκακουργημένως
- κεκᾰκουργημένως, Adv.A maliciously, Sch.Aeschin.3.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεκακουργημένως — (Α) επίρρ. με κακία, με κακούργο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκακουργημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κακουργώ «βλάπτω»] … Dictionary of Greek
κεκακουργημένως — κακουργέω do evil perf part mp masc acc pl (doric) κεκακουργημένως maliciously indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)